- περίστοιχος
- -ον, Ααυτός που είναι τοποθετημένος κυκλικά και κατά σειρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. αντί-στοιχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίστοιχον — περίστοιχος set round in rows masc/fem acc sg περίστοιχος set round in rows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστοίχους — περίστοιχος set round in rows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστοίχων — περίστοιχος set round in rows masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστοιχοι — περίστοιχος set round in rows masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίστοιχος — η, ο (Α ἀντίστοιχος, ον) νεοελλ. αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον 2. ίσος, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + στοιχος < στοίχος… … Dictionary of Greek